Ετυμολογία

επεξεργασία
κυδάζω < λείπει η ετυμολογία

κυδάζω

  1. βρίζω, βλασφημώ, ονειδίζω
  2. (στην παθητική φωνή) γίνομαι αντικείμενο ονειδισμού