Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κρῐτήριο-
ονομαστική τὸ κριτήριον τὰ κριτήρι
      γενική τοῦ κριτηρίου τῶν κριτηρίων
      δοτική τῷ κριτηρί τοῖς κριτηρίοις
    αιτιατική τὸ κριτήριον τὰ κριτήρι
     κλητική ! κριτήριον κριτήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κριτηρίω
γεν-δοτ τοῖν  κριτηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κριτήριον < (κρίνω) κρι- + -τήριον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κριτήριον, -ου ουδέτερο

  1. μέθοδος κρίσης, κριτήριο,
  2. (νομικός όρος) δικαστική κρίση

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη κριτής για θέματα με κριτ- & κρίνω για περισσότερα θέματα

Απόγονοι

επεξεργασία