criterion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
criterion | criteria |
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά) |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcriterion (en)
- το κριτήριο
- ↪ subjective/objective criteria - υποκειμενικά/αντικειμενικά κριτήρια
- ↪ The selection was made on partisan criteria.
- Η επιλογή έγινε με κομματικά κριτήρια.
- ↪ The evaluation cannot be made based on personal criteria.
- Η αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται με προσωπικά κριτήρια.