κοινολεκτούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινολεκτούμενος < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κοινολεκτώ
Μετοχή
επεξεργασίακοινολεκτούμενος, -η, -ο
- που λέει κοινά πράγματα, που κοινολεκτεί
- (γλωσσολογία) που μιλά με όρους, λέξεις που ανήκουν στην κοινόλεκτο, στην κοινή γλώσσα
- ※ Οι επίκοινες ονομασίες των μορίων είναι κυρίως ευφημισμοί: αιδοία, αιδώς, απόκρυφα, άρθρα, μόρια, φύσις. Συνήθεις μεταφορές ... Για το ανδρικό μόριο κοινολεκτούμενα είναι η σάθη και η πόσθη, και (τα φορτικότερα) πέος, κωλή και ψωλή (-ός). (Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, 2001, σελ. 1032)
- ※ Μιά πού, απ' όσο ξέρω, δεν υπάρχει μαρτυρημένη ελληνική απόδοση του ειδικού αυτού όρου, χρησιμοποίησα παντού εξελληνισμένη την ιταλική λέξη impresa, που υποθέτω ότι την εποχή του Ερωτόκριτου θα ήταν ο κοινολεκτούμενος όρος (Νικόλαος Παναγιωτάκης, Κρητική αναγέννηση, εκδ. Στιγμή, 2002, σελ. 25)
Συγγενικά
επεξεργασία- κοινολεξία
- → και δείτε τη λέξη κοινολεκτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία που λέει κοινά πράγματα
|
- → και δείτε τη λέξη κοινόλεκτος
Πηγές
επεξεργασία- «κοινολεκτώ», «κοινόλεκτος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)