↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πόσθη οι πόσθες
      γενική της πόσθης των ποσθών
    αιτιατική την πόσθη τις πόσθες
     κλητική πόσθη πόσθες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πόσθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόσθη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pósθi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόσθη θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία