Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόσθη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόσθη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pósθi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόσθη θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία