κλειδούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλειδούχος < αρχαία ελληνική κλειδοῦχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλειδούχος αρσενικό ή θηλυκό
- κάτοχος των κλειδιών ενός κτιρίου
- (επάγγελμα) υπάλληλος των σιδηροδρόμων που χειρίζεται τα ειδικά κλειδιά των σιδηροδρομικών διακλαδώσεων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάτοχος των κλειδιών ενός κτηρίου