Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
switchman
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
switchman
switchmen
Ετυμολογία
επεξεργασία
switchman
<
switch
+
-man
Ουσιαστικό
επεξεργασία
switchman
(en)
κλειδούχος
(
σιδηροδρομικός
υπάλληλος
)