Δείτε επίσης: καμήλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμηλαύκι τα καμηλαύκια
      γενική του καμηλαυκιού των καμηλαυκιών
    αιτιατική το καμηλαύκι τα καμηλαύκια
     κλητική καμηλαύκι καμηλαύκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμηλαύκι < μεσαιωνική ελληνική καμηλλαύκιον < καμελλαύκιον < υστερολατινική camellaucium < λατινική camella < camera < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em- (κάμπτω, λυγίζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμηλαύκι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία