camella
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- camella < υποκοριστικό του camera < αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kam- (καμπή)
Ουσιαστικό επεξεργασία
camella θηλυκό
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | camella | camellae |
γενική | camellae | camellārum |
δοτική | camellae | camellīs |
αιτιατική | camellam | camellās |
κλητική | camella | camellae |
αφαιρετική | camellā | camellīs |