Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλολογία οι καλολογίες
      γενική της καλολογίας των καλολογιών
    αιτιατική την καλολογία τις καλολογίες
     κλητική καλολογία καλολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλολογία < καλο- + λογία [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλολογί αἱ καλολογίαι
      γενική τῆς καλολογίᾱς τῶν καλολογιῶν
      δοτική τῇ καλολογί ταῖς καλολογίαις
    αιτιατική τὴν καλολογίᾱν τὰς καλολογίᾱς
     κλητική ! καλολογί καλολογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλολογί
γεν-δοτ τοῖν  καλολογίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλολογία < καλός + -ο- + λόγος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλολογία θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία