καλολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλολογία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- καλολογιάζω
- καλολογίζω
- καλολογικά
- καλολογικός
- καλολογικώς
- καλολόγισμα
- καλολογώ
- → δείτε τις λέξεις καλός και λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλολογία
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καλολογίᾱ | αἱ | καλολογίαι |
γενική | τῆς | καλολογίᾱς | τῶν | καλολογιῶν |
δοτική | τῇ | καλολογίᾳ | ταῖς | καλολογίαις |
αιτιατική | τὴν | καλολογίᾱν | τὰς | καλολογίᾱς |
κλητική ὦ! | καλολογίᾱ | καλολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλολογίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλολογία θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καλολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας