καλολογιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλολογιάζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλολογιάζω | καλολόγιαζα | θα καλολογιάζω | να καλολογιάζω | καλολογιάζοντας | |
β' ενικ. | καλολογιάζεις | καλολόγιαζες | θα καλολογιάζεις | να καλολογιάζεις | καλολόγιαζε | |
γ' ενικ. | καλολογιάζει | καλολόγιαζε | θα καλολογιάζει | να καλολογιάζει | ||
α' πληθ. | καλολογιάζουμε | καλολογιάζαμε | θα καλολογιάζουμε | να καλολογιάζουμε | ||
β' πληθ. | καλολογιάζετε | καλολογιάζατε | θα καλολογιάζετε | να καλολογιάζετε | καλολογιάζετε | |
γ' πληθ. | καλολογιάζουν(ε) | καλολόγιαζαν καλολογιάζαν(ε) |
θα καλολογιάζουν(ε) | να καλολογιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλολόγιασα | θα καλολογιάσω | να καλολογιάσω | καλολογιάσει | ||
β' ενικ. | καλολόγιασες | θα καλολογιάσεις | να καλολογιάσεις | καλολόγιασε | ||
γ' ενικ. | καλολόγιασε | θα καλολογιάσει | να καλολογιάσει | |||
α' πληθ. | καλολογιάσαμε | θα καλολογιάσουμε | να καλολογιάσουμε | |||
β' πληθ. | καλολογιάσατε | θα καλολογιάσετε | να καλολογιάσετε | καλολογιάστε | ||
γ' πληθ. | καλολόγιασαν καλολογιάσαν(ε) |
θα καλολογιάσουν(ε) | να καλολογιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλολογιάσει | είχα καλολογιάσει | θα έχω καλολογιάσει | να έχω καλολογιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλολογιάσει | είχες καλολογιάσει | θα έχεις καλολογιάσει | να έχεις καλολογιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλολογιάσει | είχε καλολογιάσει | θα έχει καλολογιάσει | να έχει καλολογιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλολογιάσει | είχαμε καλολογιάσει | θα έχουμε καλολογιάσει | να έχουμε καλολογιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλολογιάσει | είχατε καλολογιάσει | θα έχετε καλολογιάσει | να έχετε καλολογιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλολογιάσει | είχαν καλολογιάσει | θα έχουν καλολογιάσει | να έχουν καλολογιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλολογιάζω
|