καλολογικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαλολογικά < καλολογικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίακαλολογικά
- με καλολογικό τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαλολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καλολογικό