Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιωβηλαίο τα ιωβηλαία
      γενική του ιωβηλαίου των ιωβηλαίων
    αιτιατική το ιωβηλαίο τα ιωβηλαία
     κλητική ιωβηλαίο ιωβηλαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιωβηλαίο < ελληνιστική κοινή ἰωβηλαῖον (ἔτος) < ἰωβηλαῖος < ἰώβηλος < εβραϊκή יובל ‎(yovél) (: κέρατο κριαριού που χρησιμοποιούνταν σαν σάλπιγγα κάθε 50 χρόνια)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.o.viˈle.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ω‐βη‐λαί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιωβηλαίο ουδέτερο

  1. η πεντηκοστή (ή άλλη σημαντική) επέτειος για την άσκηση δημόσιου λειτουργήματος, μια συγκεκριμένη κοινωνική προσφορά, για γάμο ενός ζευγαριού κ.λπ.
     συνώνυμα: πεντηκονταετηρίδα
  2. (σπάνιο) εικοσιπενταετηρίδα
  3. (σπάνιο) εκατονταετηρίδα
  4. (θρησκεία) θεσμός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε 25 χρόνια τα Χριστούγεννα δίνεται άφεση αμαρτιών στους πιστούς που εξομολογούνται κι επισκέπτονται τόπους προσκυνήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία