Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
jubilé jubilés

  Ουσιαστικό επεξεργασία

jubilé (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) το ιωβηλαίο
  2. εορτή κατά το πεντηκοστό έτος από την αρχή της εξάσκησης ενός επαγγέλματος

Παράγωγα επεξεργασία