Ετυμολογία

επεξεργασία
ιχθυοπαραγωγός < (ιχθύς) ιχθυο- + -παραγωγός
ΔΦΑ : /i.xθi.o.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιχθυοπαραγωγός
 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ιχθυοπαραγωγός το ιχθυοπαραγωγό
      γενική του/της ιχθυοπαραγωγού του ιχθυοπαραγωγού
    αιτιατική τον/την ιχθυοπαραγωγό το ιχθυοπαραγωγό
     κλητική ιχθυοπαραγωγέ ιχθυοπαραγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχθυοπαραγωγοί τα ιχθυοπαραγωγά
      γενική των ιχθυοπαραγωγών των ιχθυοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις ιχθυοπαραγωγούς τα ιχθυοπαραγωγά
     κλητική ιχθυοπαραγωγοί ιχθυοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ιχθυοπαραγωγός, -ός, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία