Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχθυοπαραγωγή οι ιχθυοπαραγωγές
      γενική της ιχθυοπαραγωγής των ιχθυοπαραγωγών
    αιτιατική την ιχθυοπαραγωγή τις ιχθυοπαραγωγές
     κλητική ιχθυοπαραγωγή ιχθυοπαραγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιχθυοπαραγωγή < ιχθύς + -ο- + παραγωγή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.xθi.o.pa.ɾa.ɣoˈʝi/

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιχθυοπαραγωγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία