↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχθυοκαλλιέργεια οι ιχθυοκαλλιέργειες
      γενική της ιχθυοκαλλιέργειας των ιχθυοκαλλιεργειών
    αιτιατική την ιχθυοκαλλιέργεια τις ιχθυοκαλλιέργειες
     κλητική ιχθυοκαλλιέργεια ιχθυοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιχθυοκαλλιέργεια < ιχθυο- (<ιχθύς) + -καλλιέργεια ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pisciculture)
 
Εγκαταστάσεις ιχθυοκαλλιέργειας.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιχθυοκαλλιέργεια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία