Κάρλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κάρλα | οι | Κάρλες |
γενική | της | Κάρλας | — | |
αιτιατική | την | Κάρλα | τις | Κάρλες |
κλητική | Κάρλα | Κάρλες | ||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Κάρλα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης gârlă (ποταμάκι, ρυάκι) ή < σλαβικής προέλευσης гърло (gǎ̀rlo, λαιμός) < πρωτοσλαβική *gъrdlo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷr̥h₃-dʰlom (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάρλα θηλυκό
- (λίμνη) θεσσαλική λίμνη, η οποία αποξηράνθηκε το 1962, αλλά από το 2010 άρχισε η προσπάθεια αναδημιουργία της
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Κάρλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Κάρλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Carla, θηλυκό του Carlo
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάρλα θηλυκό κλιτό ή άκλιτο