Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κάρλα οι Κάρλες
      γενική της Κάρλας
    αιτιατική την Κάρλα τις Κάρλες
     κλητική Κάρλα Κάρλες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Κάρλα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης gârlă (ποταμάκι, ρυάκι) ή < σλαβικής προέλευσης гърло (gǎ̀rlo, λαιμός) < πρωτοσλαβική *gъrdlo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷr̥h₃-dʰlom (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κάρλα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Κάρλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Carla, θηλυκό του Carlo

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κάρλα θηλυκό κλιτό ή άκλιτο