→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακάρλιος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

παρακάρλιος, -α, -ο

  • που βρίσκεται / αναπτύσσεται γύρω από τα όρια της λίμνης Κάρλας
    ※  Προχωρήσαμε στην παρακάρλια περιοχή, μπήκαμε στο πρώτο χωριό της επαρχίας, την Πλασιά και απο εκεί μέσω Δογάνης και Δέσιανης φτάσαμε στην κωμόπολη της Αγιάς (Χρήστος Βραχνιάρης, Τα χρόνια της λαϊκής εποποιίας: πόλεμος, κατοχή, αντίσταση. εκδ. Πανόραμα, 1983, σελ. 213)
    ※  Από την υπερχείλιση της Κάρλας, στην οποία κατευθύνονται πλέον τεράστιες ποσότητες υδάτων από τον πλημμυρισμένο Πηνειό, κινδυνεύουν άμεσα όλα τα παρακάρλια χωριά και ο πληθυσμός έχει ενημερωθεί για τους πιθανούς κινδύνους. (Λίμνη Κάρλα: Πιθανή υπερχείλιση – Ποιοι οικισμοί κινδυνεύουν, Το Βήμα, 14/9/2023 [1])


  Μεταφράσεις

επεξεργασία