ιχθυοπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχθυοπαραγωγικός < ιχθυοπαραγωγός / ιχθυοπαραγωγή + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ιχθυοπαραγωγικός
- που έχει σχέση με τον ιχθυοπαραγωγό ή την ιχθυοπαραγωγή ή αναφέρεται σ’ αυτά
- Το Μεσολόγγι είναι φημισμένος ιχθυοπαραγωγικός τόπος στην Ελλάδα και διεθνώς. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ιχθυοπαραγωγή, ιχθύς, παράγω και άγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιχθυοπαραγωγικός
|