Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατρογενής η ιατρογενής το ιατρογενές
      γενική του ιατρογενούς* της ιατρογενούς του ιατρογενούς
    αιτιατική τον ιατρογενή την ιατρογενή το ιατρογενές
     κλητική ιατρογενή(ς) ιατρογενής ιατρογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατρογενείς οι ιατρογενείς τα ιατρογενή
      γενική των ιατρογενών των ιατρογενών των ιατρογενών
    αιτιατική τους ιατρογενείς τις ιατρογενείς τα ιατρογενή
     κλητική ιατρογενείς ιατρογενείς ιατρογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιατρογενής < ιατρο- + -γενής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική iatrogenic)

  Επίθετο επεξεργασία

ιατρογενής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία