Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θυσανοσωρείτης οι θυσανοσωρείτες
      γενική του θυσανοσωρείτη των θυσανοσωρειτών
    αιτιατική τον θυσανοσωρείτη τους θυσανοσωρείτες
     κλητική θυσανοσωρείτη θυσανοσωρείτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυσανοσωρείτης < θύσαν(ος) + -ο- + σωρείτης, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cirrocumulus (μαρτυρείται από το 1897)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θi.sa.no.soˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θυ‐σα‐νο‐σω‐ρεί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Θυσανοσωρείτης

θυσανοσωρείτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)