Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμόλυση οι θερμολύσεις
      γενική της θερμόλυσης* των θερμολύσεων
    αιτιατική τη θερμόλυση τις θερμολύσεις
     κλητική θερμόλυση θερμολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermolysis < αρχαία ελληνική θερμός + λῦσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμόλυση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία