θερμόλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμόλυση | οι | θερμολύσεις |
γενική | της | θερμόλυσης* | των | θερμολύσεων |
αιτιατική | τη | θερμόλυση | τις | θερμολύσεις |
κλητική | θερμόλυση | θερμολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, θερμολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermolysis < αρχαία ελληνική θερμός + λῦσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμόλυση θηλυκό
- (χημεία) η χημική αντίδραση διάσπασης μιας χημικής ένωσης σε δύο ή περισσότερα χημικά στοιχεία ή ενώσεις με τη συνδρομή της θερμότητας (π.χ. το ανθρακικό ασβέστιο διασπάται θερμικά σε οξείδιο ασβεστίου και διοξείδιο του άνθρακα: CaCO3 → CaO + CO2)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμόλυση