θειότατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θειότατος | η | θειότατη & θειοτάτη |
το | θειότατο |
γενική | του | θειότατου & θειοτάτου |
της | θειότατης & θειοτάτης |
του | θειότατου & θειοτάτου |
αιτιατική | τον | θειότατο | τη | θειότατη & θειοτάτη |
το | θειότατο |
κλητική | θειότατε | θειότατη & θειοτάτη |
θειότατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θειότατοι | οι | θειότατες | τα | θειότατα |
γενική | των | θειότατων & θειοτάτων |
των | θειότατων & θειοτάτων |
των | θειότατων & θειοτάτων |
αιτιατική | τους | θειότατους & θειοτάτους |
τις | θειότατες | τα | θειότατα |
κλητική | θειότατοι | θειότατες | θειότατα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θειότατος < θεί(ος) + -ότατος (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θειότατος, υπερθετικός βαθμός του θεῖος
Επίθετο
επεξεργασίαθειότατος, -η, -ο & αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου
- (καταχρηστικά) υπερθετικός βαθμός του θείος
- → δείτε τη λέξη Θειότατος (με κεφαλαίο Θ), προσφώνηση Πατριαρχών των υπόλοιπων Παλαίφατων, Πρεσβυγενών Πατριαρχείων: Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων
Μεταφράσεις
επεξεργασία θειότατος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία'θειότατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του θεῖος
- ιδιαίτερα εξαιρετικός
- (ελληνιστική σημασία) θειότατος, ιερότατος (όπως για ρωμαίους αυτοκράτορες)