Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ητικός η ητική το ητικό
      γενική του ητικού της ητικής του ητικού
    αιτιατική τον ητικό την ητική το ητικό
     κλητική ητικέ ητική ητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ητικοί οι ητικές τα ητικά
      γενική των ητικών των ητικών των ητικών
    αιτιατική τους ητικούς τις ητικές τα ητικά
     κλητική ητικοί ητικές ητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική etic < phonetic < λατινική phoneticus < ελληνιστική κοινή φωνητικός < αρχαία ελληνική φωνέω < φωνή

  Επίθετο επεξεργασία

ητικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία