ητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ητικός | η | ητική | το | ητικό |
γενική | του | ητικού | της | ητικής | του | ητικού |
αιτιατική | τον | ητικό | την | ητική | το | ητικό |
κλητική | ητικέ | ητική | ητικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ητικοί | οι | ητικές | τα | ητικά |
γενική | των | ητικών | των | ητικών | των | ητικών |
αιτιατική | τους | ητικούς | τις | ητικές | τα | ητικά |
κλητική | ητικοί | ητικές | ητικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική etic < phonetic < λατινική phoneticus < ελληνιστική κοινή φωνητικός < αρχαία ελληνική φωνέω < φωνή
Επίθετο
επεξεργασίαητικός, -ή, -ό
- (κοινωνιολογία, λόγιο, σπάνιο) που σχετίζεται με τον ετεροπροσδιορισμό ενός ατόμου ή λαού, με την αντίληψη που έχουν τα μέλη μιας άλλης / ξένης πολιτισμικής ή εθνικής ομάδας για το(ν) προς εξέταση άτομο ή λαό
- ※ Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ητική αντίληψη περί ταυτότητας είναι γενικώς άνευ σημασίας. Για παράδειγμα, σε συνθήκες στενής αλληλεπίδρασης δύο ομάδων όπου η μία είναι κυρίαρχη σε βάρος της άλλης, ενδέχεται η ητική αντίληψη της κυρίαρχης ομάδας για τη δεύτερη να επηρεάσει την ημική αντίληψη της δεύτερης με διάφορους τρόπους (Καλοδούκας Οδυσσέας, Η ρωμαϊκή ταυτότητα σε βυζαντινές πηγές του 11ου αιώνα, σελ. 19, υποσημείωση 77)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Emic and etic στην αγγλική Βικιπαίδεια