ημικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημικός | η | ημική | το | ημικό |
γενική | του | ημικού | της | ημικής | του | ημικού |
αιτιατική | τον | ημικό | την | ημική | το | ημικό |
κλητική | ημικέ | ημική | ημικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημικοί | οι | ημικές | τα | ημικά |
γενική | των | ημικών | των | ημικών | των | ημικών |
αιτιατική | τους | ημικούς | τις | ημικές | τα | ημικά |
κλητική | ημικοί | ημικές | ημικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ημικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική emic < phonemic < phoneme < αρχαία ελληνική φώνημα < φωνέω < φωνή
Επίθετο
επεξεργασίαημικός, -ή, -ό
- (κοινωνιολογία, λόγιο, σπάνιο) που σχετίζεται με τον αυτοπροσδιορισμό ενός ατόμου ή λαού, με την αντίληψη που έχουν τα μέλη μιας πολιτισμικής ή εθνικής ομάδας για τον εαυτό τους
- ※ Οι ελληνόφωνοι του Βυζαντίου, ωστόσο, αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι και όχι ως Έλληνες. Παρότι ορισμένες φορές ο αυτοπροσδιορισμός αυτός απορρίπτεται χωρίς πειστικά επιχειρήματα, είναι σημαντικό κάποιος να επιμείνει σε αυτόν καθώς αποτελεί την ημική αντίληψη των ελληνοφώνων του Βυζαντίου για την ταυτότητά τους. Εάν δεν είχε σημασία γι’ αυτούς, δεν θα τον χρησιμοποιούσαν. (Καλοδούκας Οδυσσέας, Η ρωμαϊκή ταυτότητα σε βυζαντινές πηγές του 11ου αιώνα, σελ. 17-18)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Emic and etic στην αγγλική Βικιπαίδεια