↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημικός η ημική το ημικό
      γενική του ημικού της ημικής του ημικού
    αιτιατική τον ημικό την ημική το ημικό
     κλητική ημικέ ημική ημικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημικοί οι ημικές τα ημικά
      γενική των ημικών των ημικών των ημικών
    αιτιατική τους ημικούς τις ημικές τα ημικά
     κλητική ημικοί ημικές ημικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική emic < phonemic < phoneme < αρχαία ελληνική φώνημα < φωνέω < φωνή

  Επίθετο

επεξεργασία

ημικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία