↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ετεροπροσδιορισμός οι ετεροπροσδιορισμοί
      γενική του ετεροπροσδιορισμού των ετεροπροσδιορισμών
    αιτιατική τον ετεροπροσδιορισμό τους ετεροπροσδιορισμούς
     κλητική ετεροπροσδιορισμέ ετεροπροσδιορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ετεροπροσδιορισμός < έτερος + προσδιορίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ετεροπροσδιορισμός αρσενικό

  • όταν μια πράξη ή μια πολιτική θεωρία ή οποιαδήποτε ενέργεια δεν καθορίζεται σύμφωνα με τις προσωπικές αρχές του/των υποκειμένων, αλλά ανάλογα ή σε αντίδραση προς τις κινήσεις και τις απόψεις κάποιων άλλων:
    το κόμμα μας σύντροφοι πρέπει να αποφασίσει για απεργία με βάση τις αρχές μας και όχι να την κηρύξει μόνο και μόνο επειδή είναι κατά της απεργίας οι αντίπαλοί μας - αυτό είναι ετεροπροσδιορισμός.
    θα βγω με τον Κώστα επειδή μου αρέσει και όχι από αντίδραση στους γονείς μου που δεν τους αρέσει - είναι πράξη επιλογής η σχέση μου και όχι ετεροπροσδιορισμός.
    επιβεβλημένος ετεροπροσδιορισμός από ενήλικο σε ανήλικο ή σε άτομο που δεν έχει πλήρη και νομικά αναγνωρισμένη συνειδητότητα, δηλαδή νηπιοβαπτισμός και βάπτιση νοητικά υστερούντων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία