Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσταχιανός η ευσταχιανή το ευσταχιανό
      γενική του ευσταχιανού της ευσταχιανής του ευσταχιανού
    αιτιατική τον ευσταχιανό την ευσταχιανή το ευσταχιανό
     κλητική ευσταχιανέ ευσταχιανή ευσταχιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσταχιανοί οι ευσταχιανές τα ευσταχιανά
      γενική των ευσταχιανών των ευσταχιανών των ευσταχιανών
    αιτιατική τους ευσταχιανούς τις ευσταχιανές τα ευσταχιανά
     κλητική ευσταχιανοί ευσταχιανές ευσταχιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευσταχιανός < (λόγιο δάνειο) νεολατινική eustachianus < Μπαρτολομέο Ευστάχιος (Bartolomeo Eustachi), ιταλός γιατρός και ανατόμος του 16ου αιώνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ef.sta.çi.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐στα‐χι‐α‐νός

  Επίθετο επεξεργασία

ευσταχιανός, -ή, -ό

  1. (ανατομία) που αφορά το σωλήνα που συνδέει το ρινοφάρυγγα με την κοιλότητα του μέσου ωτός, ο οποίος συμβάλλει στην εξίσωση της πίεσης και στις δύο πλευρές του τυμπάνου
  2. (σπάνιο) που αφορά τον Μπαρτολομέο Ευστάχιος (Bartolomeo Eustachi)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία