ανατόμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ανατόμος | οι | ανατόμοι |
γενική | του/της | ανατόμου | των | ανατόμων |
αιτιατική | τον/την | ανατόμο | τους/τις | ανατόμους |
κλητική | ανατόμε | ανατόμοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατόμος (μαρτυρείται από το 1853) [1] < ανατομ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός), απόδοση για τη γαλλική anatomiste [2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naˈto.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐τό‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανατόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (ανατομία) ο επιστήμονες που ασχολείται με την ανατομία
- (μεταφορικά) εκείνος που εμβαθύνει σε ένα θέμα ή ψυχολογεί σε βάθος τους άλλους με μεγάλη λεπτομέρεια
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατόμος
επεξεργασία
- ↑ σελ. 71, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Επίσης, λήμμα «ἀνατομεύς» - ↑ ανατόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.