εσκούδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εσκούδο | τα | εσκούδα |
γενική | του | εσκούδου | των | εσκούδων |
αιτιατική | το | εσκούδο | τα | εσκούδα |
κλητική | εσκούδο | εσκούδα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εσκούδο < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική escudo < λατινική scutum (ασπίδα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈsku.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σκού‐δο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεσκούδο ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) παλιό, χρυσό ή αργυρό ισπανικό νόμισμα (από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα)
- άλλες μορφές: σκούδο, ἐσκοῦδον (καθαρεύουσα)
- → δείτε και τη λέξη δουβλόνι
- παλιά νομισματική μονάδα της Πορτογαλίας
- το νόμισμα του Πράσινου Ακρωτηρίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία εσκούδο
Πηγές
επεξεργασία- εσκούδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «ἐσκοῦδον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .