πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουβλόνι τα δουβλόνια
      γενική του δουβλονιού
& δουβλονίου
των δουβλονιών
& δουβλονίων
    αιτιατική το δουβλόνι τα δουβλόνια
     κλητική δουβλόνι δουβλόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δουβλόνι < (άμεσο δάνειο) ισπανική doblón, μεγεθυντικό του doble (διπλός), λόγω της αξίας του δύο εσκούδων
ΔΦΑ : /ðuˈvlo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δουβλόνι
νόμισμα των τεσσάρων δουβλονίων (1798)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δουβλόνι ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία