σκούδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκούδο | τα | σκούδα |
γενική | του | σκούδου | των | σκούδων |
αιτιατική | το | σκούδο | τα | σκούδα |
κλητική | σκούδο | σκούδα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκούδο < ιταλική scudo < λατινική scutum (ασπίδα)[1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκοῦδον < βενετική scudo[2]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsku.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκού‐δο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκούδο ουδέτερο
- (νόμισμα) ονομασία παλιών ιταλικών νομισμάτων
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκούδο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ σκούδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας