Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκοῦδον < βενετική scudo < λατινική scuttο (ασπίδα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκοῦδον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία