εσκαμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσκαμμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐσκαμμένος < μτχ. παθητικού παρακειμένου του σκάπτω (σκάπτoμαι)
Μετοχή επεξεργασία
εσκαμμένος, -η, -ο
Σημειώσεις επεξεργασία
- Επιβιώνει κυρίως ως επιστημονικός όρος (λ.χ. στην αρχαιολογία) και στην έκφραση υπερβαίνω τα εσκαμμένα: ξεπερνώ τα όρια (κυριολεκτικά: πηδώ πάνω από το σκάμμα).
Μεταφράσεις επεξεργασία
εσκαμμένος
|