Δείτε επίσης: εσκεμμένος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσκαμμένος η εσκαμμένη το εσκαμμένο
      γενική του εσκαμμένου της εσκαμμένης του εσκαμμένου
    αιτιατική τον εσκαμμένο την εσκαμμένη το εσκαμμένο
     κλητική εσκαμμένε εσκαμμένη εσκαμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσκαμμένοι οι εσκαμμένες τα εσκαμμένα
      γενική των εσκαμμένων των εσκαμμένων των εσκαμμένων
    αιτιατική τους εσκαμμένους τις εσκαμμένες τα εσκαμμένα
     κλητική εσκαμμένοι εσκαμμένες εσκαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσκαμμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐσκαμμένος < μτχ. παθητικού παρακειμένου του σκάπτω (σκάπτoμαι)

  Μετοχή επεξεργασία

εσκαμμένος, -η, -ο

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία