επιστολικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιστολικός[1] < αρχαία ελληνική ἐπιστολή < ἐπιστέλλω < ἐπί + στέλλω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.sto.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐στο‐λι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
επιστολικός -ή -ό
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιστολικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ επιστολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας