επιστολιμαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστολιμαίος < ελληνιστική κοινή ἐπιστολιμαῖος
Επίθετο επεξεργασία
επιστολιμαίος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιστολιμαίος
|
Δείτε επίσης : ἐπιστολιμαῖος, επιστολικός |
επιστολιμαίος
|