ενεδρεύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενεδρεύων | η | ενεδρεύουσα | το | ενεδρεύον |
γενική | του | ενεδρεύοντος & ενεδρεύοντα1 |
της | ενεδρεύουσας & ενεδρευούσης* |
του | ενεδρεύοντος |
αιτιατική | τον | ενεδρεύοντα | την | ενεδρεύουσα | το | ενεδρεύον |
κλητική | ενεδρεύων | ενεδρεύουσα | ενεδρεύον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενεδρεύοντες | οι | ενεδρεύουσες | τα | ενεδρεύοντα |
γενική | των | ενεδρευόντων | των | ενεδρευουσών | των | ενεδρευόντων |
αιτιατική | τους | ενεδρεύοντες | τις | ενεδρεύουσες | τα | ενεδρεύοντα |
κλητική | ενεδρεύοντες | ενεδρεύουσες | ενεδρεύοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενεδρεύων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνεδρεύων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐνεδρεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.neˈðɾe.von/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νε‐δρεύ‐ων
- ομόηχο: ενεδρεύον
Μετοχή
επεξεργασίαενεδρεύων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ενεδρεύω: που έχει στήσει ενέδρα, καρτέρι
- ↪ ενεδρεύων κίνδυνος
- ↪ ενεδρεύουσα κρίση, απειλή, ενεδρεύουσα πάθηση