Δείτε επίσης: ἐνεδρεῦον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.neˈðɾe.von/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐νε‐δρεύ‐ον
ομόηχο: ενεδρεύων

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

ενεδρεύον