↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκλωβισμένος η εγκλωβισμένη το εγκλωβισμένο
      γενική του εγκλωβισμένου της εγκλωβισμένης του εγκλωβισμένου
    αιτιατική τον εγκλωβισμένο την εγκλωβισμένη το εγκλωβισμένο
     κλητική εγκλωβισμένε εγκλωβισμένη εγκλωβισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκλωβισμένοι οι εγκλωβισμένες τα εγκλωβισμένα
      γενική των εγκλωβισμένων των εγκλωβισμένων των εγκλωβισμένων
    αιτιατική τους εγκλωβισμένους τις εγκλωβισμένες τα εγκλωβισμένα
     κλητική εγκλωβισμένοι εγκλωβισμένες εγκλωβισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκλωβισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκλωβίζω

εγκλωβισμένος, -η, -ο

  1. που έχει εγκλωβιστεί, που είναι αποκλεισμένος ή περιορισμένος σε ένα στενό χώρο και δεν έχει έξοδο διαφυγής
  2. (στο χρηματιστήριο) ο επενδυτής που αγόρασε μετοχές σε υψηλή τιμή σε μια περίοδο γρήγορης ανόδου του χρηματιστηρίου και, μην έχοντας προλάβει να εξαργυρώσει τα τυχόντα κέρδη του, δεν μπορεί να τις μεταβιβάσει λόγω της επακόλουθης ραγδαίας πτώσης των τιμών

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία