εγκλωβίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εγκλωβίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εγκλωβίζω
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκλωβίζομαι | εγκλωβιζόμουν(α) | θα εγκλωβίζομαι | να εγκλωβίζομαι | ||
β' ενικ. | εγκλωβίζεσαι | εγκλωβιζόσουν(α) | θα εγκλωβίζεσαι | να εγκλωβίζεσαι | (εγκλωβίζου) | |
γ' ενικ. | εγκλωβίζεται | εγκλωβιζόταν(ε) | θα εγκλωβίζεται | να εγκλωβίζεται | ||
α' πληθ. | εγκλωβιζόμαστε | εγκλωβιζόμαστε εγκλωβιζόμασταν |
θα εγκλωβιζόμαστε | να εγκλωβιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εγκλωβίζεστε | εγκλωβιζόσαστε εγκλωβιζόσασταν |
θα εγκλωβίζεστε | να εγκλωβίζεστε | (εγκλωβίζεστε) | |
γ' πληθ. | εγκλωβίζονται | εγκλωβίζονταν εγκλωβιζόντουσαν |
θα εγκλωβίζονται | να εγκλωβίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκλωβίστηκα | θα εγκλωβιστώ | να εγκλωβιστώ | εγκλωβιστεί | ||
β' ενικ. | εγκλωβίστηκες | θα εγκλωβιστείς | να εγκλωβιστείς | εγκλωβίσου | ||
γ' ενικ. | εγκλωβίστηκε | θα εγκλωβιστεί | να εγκλωβιστεί | |||
α' πληθ. | εγκλωβιστήκαμε | θα εγκλωβιστούμε | να εγκλωβιστούμε | |||
β' πληθ. | εγκλωβιστήκατε | θα εγκλωβιστείτε | να εγκλωβιστείτε | εγκλωβιστείτε | ||
γ' πληθ. | εγκλωβίστηκαν εγκλωβιστήκαν(ε) |
θα εγκλωβιστούν(ε) | να εγκλωβιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εγκλωβιστεί | είχα εγκλωβιστεί | θα έχω εγκλωβιστεί | να έχω εγκλωβιστεί | εγκλωβισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εγκλωβιστεί | είχες εγκλωβιστεί | θα έχεις εγκλωβιστεί | να έχεις εγκλωβιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εγκλωβιστεί | είχε εγκλωβιστεί | θα έχει εγκλωβιστεί | να έχει εγκλωβιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκλωβιστεί | είχαμε εγκλωβιστεί | θα έχουμε εγκλωβιστεί | να έχουμε εγκλωβιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εγκλωβιστεί | είχατε εγκλωβιστεί | θα έχετε εγκλωβιστεί | να έχετε εγκλωβιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκλωβιστεί | είχαν εγκλωβιστεί | θα έχουν εγκλωβιστεί | να έχουν εγκλωβιστεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
εγκλωβίζομαι
|