εγκλωβισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεγκλωβισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εγκλωβισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εγκλωβισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εγκλωβισμένος