↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεγκλώβιστος η ανεγκλώβιστη το ανεγκλώβιστο
      γενική του ανεγκλώβιστου της ανεγκλώβιστης του ανεγκλώβιστου
    αιτιατική τον ανεγκλώβιστο την ανεγκλώβιστη το ανεγκλώβιστο
     κλητική ανεγκλώβιστε ανεγκλώβιστη ανεγκλώβιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεγκλώβιστοι οι ανεγκλώβιστες τα ανεγκλώβιστα
      γενική των ανεγκλώβιστων των ανεγκλώβιστων των ανεγκλώβιστων
    αιτιατική τους ανεγκλώβιστους τις ανεγκλώβιστες τα ανεγκλώβιστα
     κλητική ανεγκλώβιστοι ανεγκλώβιστες ανεγκλώβιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεγκλώβιστος < αν- (στερητικό α-) + εγκλωβίζω εγκλωβισ- + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεγκλώβιστος[1]

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανεγκλώβιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)