διπλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διπλοειδής | η | διπλοειδής | το | διπλοειδές |
γενική | του | διπλοειδούς* | της | διπλοειδούς | του | διπλοειδούς |
αιτιατική | τον | διπλοειδή | τη | διπλοειδή | το | διπλοειδές |
κλητική | διπλοειδή(ς) | διπλοειδής | διπλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διπλοειδείς | οι | διπλοειδείς | τα | διπλοειδή |
γενική | των | διπλοειδών | των | διπλοειδών | των | διπλοειδών |
αιτιατική | τους | διπλοειδείς | τις | διπλοειδείς | τα | διπλοειδή |
κλητική | διπλοειδείς | διπλοειδείς | διπλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διπλοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diploïde[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική diploid[1] < αρχαία ελληνική διπλός + εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίαδιπλοειδής, -ής, -ές
- (βιολογία) που αφορά οργανισμό ή κύτταρο με δύο πλήρη σετ χρωμοσωμάτων, ένα από κάθε γονέα, που έχουν δηλαδή δύο αντίγραφα κάθε χρωμοσώματος (ένα από τον πατρικό και ένα από τον μητρικό οργανισμό), τουτέστιν το γονιδίωμά τους είναι διπλό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 διπλοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)