Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπόντιος η διαπόντια το διαπόντιο
      γενική του διαπόντιου της διαπόντιας του διαπόντιου
    αιτιατική τον διαπόντιο τη διαπόντια το διαπόντιο
     κλητική διαπόντιε διαπόντια διαπόντιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπόντιοι οι διαπόντιες τα διαπόντια
      γενική των διαπόντιων των διαπόντιων των διαπόντιων
    αιτιατική τους διαπόντιους τις διαπόντιες τα διαπόντια
     κλητική διαπόντιοι διαπόντιες διαπόντια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπόντιος < αρχαία ελληνική διαπόντιος < διά + πόντιος < πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈpon.di.os/ & /ðʝaˈpon.di.os/

  Επίθετο επεξεργασία

διαπόντιος, -α, -ο

  1. που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα
     συνώνυμα: υπερπόντιος
  2. που κινείται από κάποιο σημείο της θάλασσας σε άλλο, που κινείται διά της θαλάσσης από ένα σημείο σε άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία