διαμαρτυρόμενος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαμαρτυρόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διαμαρτύρομαι
- διαμαρτυρόμενος (θρησκεία) < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος διαμαρτύρομαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική protestant)
ΜετοχήΕπεξεργασία
διαμαρτυρόμενος
- που διαμαρτύρεται για κάτι, συνήθως ισχυρότερο από τον ίδιο, που παραπονείται και διεκδικεί να αλλάξει αυτό προς το οποίο διαφωνεί αλλά δεν έχει την εξουσία να το μεταβάλει μόνος του
- Πήγε στον διευθυντή διαμαρτυρόμενος ότι τον αδίκησε ο προϊστάμενός του
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις διαμαρτύρομαι και μάρτυρας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμαρτυρόμενος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαμαρτυρόμενος αρσενικό (θηλυκό: διαμαρτυρόμενη)
- (θρησκεία) πιστός κάποιου εκ των δογμάτων που αποσχίστηκαν από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
- Σύμφωνα με μετρήσεις της Παγκόσμιας Κίνησης Εκκλησιών το 2013 στον κόσμο ζούσαν 325 εκατ. λουθηρανοί διαμαρτυρόμενοι, 584 εκατ. καθολικοί και 125 εκατ. ορθόδοξοι. (*)
ΥπερώνυμαΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμαρτυρόμενος