διαμαρτυρόμενη
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμαρτυρόμενη | οι | διαμαρτυρόμενες |
γενική | της | διαμαρτυρόμενης | των | διαμαρτυρόμενων |
αιτιατική | τη | διαμαρτυρόμενη | τις | διαμαρτυρόμενες |
κλητική | διαμαρτυρόμενη | διαμαρτυρόμενες | ||
Δείτε και διαμαρτυρομένη. Επίσης, την κλίση της θηλυκής μετοχής στο διαμαρτυρόμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαμαρτυρόμενη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διαμαρτυρόμενος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαμαρτυρόμενη θηλυκό
- (θρησκεία) θηλυκό του διαμαρτυρόμενος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμαρτυρόμενη
|