Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακομιδή οι διακομιδές
      γενική της διακομιδής των διακομιδών
    αιτιατική τη διακομιδή τις διακομιδές
     κλητική διακομιδή διακομιδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακομιδή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακομιδή < διακομίζω < δια- + κομίζω με θέμα κομιδ-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.ko.miˈði/ & /ðʝa.ko.miˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κο‐μι‐δή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακομιδή θηλυκό

  1. η μεταφορά
  2. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακομίζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κομίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διακομιδή αἱ διακομιδαί
      γενική τῆς διακομιδῆς τῶν διακομιδῶν
      δοτική τῇ διακομιδ ταῖς διακομιδαῖς
    αιτιατική τὴν διακομιδήν τὰς διακομιδᾱ́ς
     κλητική ! διακομιδή διακομιδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διακομιδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διακομιδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία