προσκομιδή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκομιδή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσκομιδή[1] < αρχαία ελληνική προσκομίζω (προσ-κομίζω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσκομιδή θηλυκό
- η πράξη του να προσκομίζω.
- (θρησκεία, εκκλησιαστική ορολογία)η πράξη της προετοιμασίας των τίμιων δώρων για τη Θεία Ευχαριστία.
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσκομιδή
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προσκομιδή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσκομιδή | αἱ | προσκομιδαί |
γενική | τῆς | προσκομιδῆς | τῶν | προσκομιδῶν |
δοτική | τῇ | προσκομιδῇ | ταῖς | προσκομιδαῖς |
αιτιατική | τὴν | προσκομιδήν | τὰς | προσκομιδᾱ́ς |
κλητική ὦ! | προσκομιδή | προσκομιδαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσκομιδᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προσκομιδαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκομιδή < προσ- + < προσκομίζω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσκομιδή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) προσκομιδή, προσφορά σε θεότητα
Πηγές επεξεργασία
- προσκομιδή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.