μετακομιδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετακομιδή < ελληνιστική κοινή μετακομιδή < αρχαία ελληνική μετακομίζω < μετά + κομίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετακομιδή θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μετακομιδή
|