διαγονιδιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγονιδιακός < δια- + γονιδιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transgenic[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transgénique[1])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.ɣo.ni.ði.aˈkos/ & /ðʝa.ɣo.ni.ði.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γο‐νι‐δι‐α‐κός ή δια‐γο‐νι‐δι‐α‐κός
Επίθετο επεξεργασία
διαγονιδιακός
- (βιολογία) που σχετίζεται με έναν οργανισμό του οποίου το γονιδίωμα έχει αλλάξει με την προσθήκη γονιδίου από άλλο είδος, που έχει τροποποιηθεί γενετικά
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαγονιδιακός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 διαγονιδιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)